Έχω μια έμφυτη ανάγκη να βάζω τις ανάγκες, τις επιθυμίες και την ικανοποίηση των άλλων πάνω από εμένα. Δεν ήθελα να στεναχωρώ κανέναν και δεν έβαλα ποτέ τον εαυτό μου πάνω από κάποιον άλλο. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πέντε χρονών. Παρ΄ όλο που δε μου έλλειψε κάτι ούτε μου έκανε κακό, ως η μεγαλύτερη αδερφή ήθελα να είναι εντάξει η μαμά και η αδερφή μου και να είναι όλα καλά. Πάντα έλεγα πως όλα θα περάσουν και ποτέ δεν ασχολήθηκα ουσιαστικά με τη κατάσταση που επικρατούσε.
Από τα πέντε μου λοιπόν, θυμάμαι τον εαυτό μου να τρώει. Όλες οι αναμνήσεις που έχω με τον πατέρα μου περιστρέφονται γύρω από το φαγητό- καθώς μόνο αυτό κάναμε μαζί, ή γύρω από το ποδόσφαιρο-καθώς όντας οπαδός μας έπαιρνε συχνά μαζί του στο γήπεδο. Οποιαδήποτε λύπη ή χαρά στην οικογένεια μας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και με φαγητό. Θυμάμαι συχνά συζητήσεις με φιλές να μου λένε πως ερωτεύτηκαν ή στενοχωρήθηκαν και πως δεν μπορούν να φάνε και στο μυαλό μου να τριγυρνά συνεχώς η ίδια ερώτηση: «πότε θα συμβεί αυτό σε εμένα; Γιατί εγώ δε μπορώ να σταματήσω να τρώω;».
Όσες προσπάθειες και να έχω ξεκινήσει, όσες φορές και να έχω δοκιμάσει, στους δύο-τρεις μήνες πάντα σταματάω. Πιστεύω ότι πρέπει οπωσδήποτε να φάω το γλυκό που βρέθηκε μπροστά μου, ή το τέλειο φαγητό που μαγείρεψε η μαμά μου προκειμένου να νιώσω πληρότητα από τη γεύση και να γεμίσω κάποιο κενό χωρίς να σκέφτομαι ιδιαίτερα τι θα γίνει μετά. Προτιμώ να κάτσω στο κρεββάτι μου και να φάω μια πίτσα από το να συναντήσω τις φίλες μου. Νιώθω λες και το φαγητό θα γεμίσει όλα μου τα κενά και πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να είναι εντάξει και ικανοποιημένος έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να πεινούσα πραγματικά.
Έχω εθιστεί στο φαγητό.